ξαφορμίζω

ξαφορμίζω
1. μετ.
1) сводить с ума криками; 2) освистать, ошикать (кого-что-л.); 2. αμετ. 1) успокаиваться (о боли); начинать заживать, затягиваться (о ране); 2):

ξαφορμίζει ο νούς — сходить с ума


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξαφορμίζω" в других словарях:

  • ξαφορμίζω — 1. (στον Ερωτόκρ.) α) αποδοκιμάζω θορυβωδώς κάποιον τρελαίνοντάς τον με τις φωνές β) τρελαίνομαι («ξαφορμίζ ο νους στο ξαφνικό μαντάτο», Ερωτόκρ.) 2. (για τραύμα) σταματώ να έχω ερεθισμό, να είμαι αφορμισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ αφορμίζω (βλ. και… …   Dictionary of Greek

  • ξαφορμίζω — ξαφόρμισα, ξαφορμίστηκα, ξαφορμισμένος 1. μτβ., τρελαίνω κάποιον με τις φωνές μου, αποδοκιμάζω με θόρυβο. 2. αμτβ., για πληγή, τραύμα, φλεγμονή, παύω να είμαι ερεθισμένος, καταπραΰνομαι. 3. μτφ., τρελαίνομαι, χάνω το λογικό μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαφορμίζω — και ξαφορμίζω (Μ ἐξαφορμίζω) [αφορμίζω] νεοελλ. 1. τρελαίνω κάποιον με φωνές 2. χάνω τα λογικά μου 3. γίνομαι έξω φρενών μσν. προφασίζομαι, δικαιολογούμαι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»